Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
μεγαλοφωνία
View word page
μεγαλοῦχος
lordly, overweening

ShortDef

lordly, overweening

Debugging

Headword:
μεγαλοῦχος
Headword (normalized):
μεγαλοῦχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλουχος
IDX:
55065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55066
Key:

Data

{'content': 'lordly, overweening'}