Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλόφυλλος
View word page
μεγαλοτράχηλος
large-necked

ShortDef

large-necked

Debugging

Headword:
μεγαλοτράχηλος
Headword (normalized):
μεγαλοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοτραχηλος
IDX:
55064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55065
Key:

Data

{'content': 'large-necked'}