Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
μεγαλόφρων
μεγαλοφυής
View word page
μεγαλότολμος
greatly adventurous

ShortDef

greatly adventurous

Debugging

Headword:
μεγαλότολμος
Headword (normalized):
μεγαλότολμος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοτολμος
IDX:
55062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55063
Key:

Data

{'content': 'greatly adventurous'}