Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
μεγαλοφροσύνη
View word page
μεγαλότεχνος
engineer
ShortDef
engineer
Debugging
Headword:
μεγαλότεχνος
Headword (normalized):
μεγαλότεχνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοτεχνος
IDX:
55060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55061
Key:
Data
{'content': 'engineer'}