Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
μεγαλόφλεβος
μεγαλοφρονέω
View word page
μεγαλοσώματος
large-bodied

ShortDef

large-bodied

Debugging

Headword:
μεγαλοσώματος
Headword (normalized):
μεγαλοσώματος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσωματος
IDX:
55059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55060
Key:

Data

{'content': 'large-bodied'}