Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
ἀναγκοφορέω
View word page
ἀναγκαστικός
compulsory, coercive

ShortDef

compulsory, coercive

Debugging

Headword:
ἀναγκαστικός
Headword (normalized):
ἀναγκαστικός
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστικος
IDX:
5505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5506
Key:

Data

{'content': 'compulsory, coercive'}