Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
μεγαλόφθαλμος
μεγαλόφιλος
View word page
μεγαλόσφυκτος
with a large pulse

ShortDef

with a large pulse

Debugging

Headword:
μεγαλόσφυκτος
Headword (normalized):
μεγαλόσφυκτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσφυκτος
IDX:
55057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55058
Key:

Data

{'content': 'with a large pulse'}