Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλορρημονία
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
μεγαλότολμος
μεγαλότοξος
μεγαλοτράχηλος
μεγαλοῦχος
View word page
μεγαλόστομος
with large mouth

ShortDef

with large mouth

Debugging

Headword:
μεγαλόστομος
Headword (normalized):
μεγαλόστομος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοστομος
IDX:
55055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55056
Key:

Data

{'content': 'with large mouth'}