Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόπτωχος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
μεγαλότεχνος
μεγαλότιμος
View word page
μεγαλοσμάραγος
loud-resounding

ShortDef

loud-resounding

Debugging

Headword:
μεγαλοσμάραγος
Headword (normalized):
μεγαλοσμάραγος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσμαραγος
IDX:
55051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55052
Key:

Data

{'content': 'loud-resounding'}