Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
μεγαλόσφυκτος
μεγαλοσχήμων
μεγαλοσώματος
View word page
μεγαλόσαρκος
great of flesh

ShortDef

great of flesh

Debugging

Headword:
μεγαλόσαρκος
Headword (normalized):
μεγαλόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοσαρκος
IDX:
55049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55050
Key:

Data

{'content': 'great of flesh'}