Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
ἀναγκοφαγία
View word page
ἀναγκαστήρ
one that constrains

ShortDef

one that constrains

Debugging

Headword:
ἀναγκαστήρ
Headword (normalized):
ἀναγκαστήρ
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστηρ
IDX:
5504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5505
Key:

Data

{'content': 'one that constrains'}