Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
μεγαλόστερνος
μεγαλόστομος
μεγαλόστονος
View word page
μεγαλορρήμων
talking big
ShortDef
talking big
Debugging
Headword:
μεγαλορρήμων
Headword (normalized):
μεγαλορρήμων
Headword (normalized/stripped):
μεγαλορρημων
IDX:
55046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55047
Key:
Data
{'content': 'talking big'}