Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλοσμάραγος
μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσταχυς
View word page
μεγαλορρέκτης
one who does great things
ShortDef
one who does great things
Debugging
Headword:
μεγαλορρέκτης
Headword (normalized):
μεγαλορρέκτης
Headword (normalized/stripped):
μεγαλορρεκτης
IDX:
55043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55044
Key:
Data
{'content': 'one who does great things'}