Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
ἀναγκοφαγέω
View word page
ἀναγκαστέος
to be compelled
ShortDef
to be compelled
Debugging
Headword:
ἀναγκαστέος
Headword (normalized):
ἀναγκαστέος
Headword (normalized/stripped):
αναγκαστεος
IDX:
5503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5504
Key:
Data
{'content': 'to be compelled'}