Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
Μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρήμων
View word page
μεγαλοπραγμοσύνη
the disposition to do great things, magnificence
ShortDef
the disposition to do great things, magnificence
Debugging
Headword:
μεγαλοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
μεγαλοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπραγμοσυνη
IDX:
55036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55037
Key:
Data
{'content': 'the disposition to do great things, magnificence'}