Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλόπετρος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
Μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
View word page
μεγαλοπόνηρος
wicked in great things

ShortDef

wicked in great things

Debugging

Headword:
μεγαλοπόνηρος
Headword (normalized):
μεγαλοπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπονηρος
IDX:
55033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55034
Key:

Data

{'content': 'wicked in great things'}