Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
ἀναγκόσιτος
ἀναγκοτροφέω
View word page
ἀνάγκασμα
compulsion

ShortDef

compulsion

Debugging

Headword:
ἀνάγκασμα
Headword (normalized):
ἀνάγκασμα
Headword (normalized/stripped):
αναγκασμα
IDX:
5502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5503
Key:

Data

{'content': 'compulsion'}