Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλόπετρος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
Μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
View word page
μεγαλοποιέω
do great things

ShortDef

do great things

Debugging

Headword:
μεγαλοποιέω
Headword (normalized):
μεγαλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοποιεω
IDX:
55028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55029
Key:

Data

{'content': 'do great things'}