Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλόπετρος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
Μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
View word page
μεγαλόπνοος
breathing strongly

ShortDef

breathing strongly

Debugging

Headword:
μεγαλόπνοος
Headword (normalized):
μεγαλόπνοος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπνοος
IDX:
55027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55028
Key:

Data

{'content': 'breathing strongly'}