Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλόπετρος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
Μεγαλοπολίτης
View word page
μεγαλόνοος
great-minded, magnanimous

ShortDef

great-minded, magnanimous

Debugging

Headword:
μεγαλόνοος
Headword (normalized):
μεγαλόνοος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλονοος
IDX:
55022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55023
Key:

Data

{'content': 'great-minded, magnanimous'}