Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλομανής
μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλόπετρος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
View word page
μεγαλομοιρία
magnificence
ShortDef
magnificence
Debugging
Headword:
μεγαλομοιρία
Headword (normalized):
μεγαλομοιρία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομοιρια
IDX:
55019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55020
Key:
Data
{'content': 'magnificence'}