Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλομανής
μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλόπετρος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
View word page
μεγαλόμισθος
receiving high pay

ShortDef

receiving high pay

Debugging

Headword:
μεγαλόμισθος
Headword (normalized):
μεγαλόμισθος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομισθος
IDX:
55018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55019
Key:

Data

{'content': 'receiving high pay'}