Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλομανής
μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
View word page
μεγαλόμασθος
with large breasts

ShortDef

with large breasts

Debugging

Headword:
μεγαλόμασθος
Headword (normalized):
μεγαλόμασθος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομασθος
IDX:
55013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55014
Key:

Data

{'content': 'with large breasts'}