Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλομανής
μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
View word page
μεγαλόκωλος
large-limbed

ShortDef

large-limbed

Debugging

Headword:
μεγαλόκωλος
Headword (normalized):
μεγαλόκωλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκωλος
IDX:
55009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55010
Key:

Data

{'content': 'large-limbed'}