Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
ἀναγκοπέδη
View word page
ἀναγκαῖος
necessary, forcible (subst. kin, necessities for life)

ShortDef

necessary, forcible (subst. kin, necessities for life)

Debugging

Headword:
ἀναγκαῖος
Headword (normalized):
ἀναγκαῖος
Headword (normalized/stripped):
αναγκαιος
IDX:
5500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5501
Key:

Data

{'content': 'necessary, forcible (subst. kin, necessities for life)'}