Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόκαυλος
μεγαλόκερως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλομανής
μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλόμητις
View word page
μεγαλόκρακτος
loud-screaming

ShortDef

loud-screaming

Debugging

Headword:
μεγαλόκρακτος
Headword (normalized):
μεγαλόκρακτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκρακτος
IDX:
55006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55007
Key:

Data

{'content': 'loud-screaming'}