Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλόκερως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλομανής
μεγαλόμαρτυς
μεγαλόμασθος
View word page
μεγαλόκολπος
full-bosomed

ShortDef

full-bosomed

Debugging

Headword:
μεγαλόκολπος
Headword (normalized):
μεγαλόκολπος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκολπος
IDX:
55003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55004
Key:

Data

{'content': 'full-bosomed'}