Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
ἀναγκόδακρυς
ἀναγκοθέτησις
View word page
ἀναγκαιοπότης
cup

ShortDef

cup

Debugging

Headword:
ἀναγκαιοπότης
Headword (normalized):
ἀναγκαιοπότης
Headword (normalized/stripped):
αναγκαιοποτης
IDX:
5499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5500
Key:

Data

{'content': 'cup'}