Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄβαρις
Ἀβαρνίς
Ἄβας
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀββα
ΑΒΓ
ἀβδέλυκτος
Ἄβδηρα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
View word page
ἄβατος
untrodden, impassable, inaccessible

ShortDef

untrodden, impassable, inaccessible

Debugging

Headword:
ἄβατος
Headword (normalized):
ἄβατος
Headword (normalized/stripped):
αβατος
IDX:
54
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55
Key:

Data

{'content': 'untrodden, impassable, inaccessible'}