Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόηχος
μεγαλόθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλόκερως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκρακτος
View word page
μεγαλόκαυλος
with large stalk

ShortDef

with large stalk

Debugging

Headword:
μεγαλόκαυλος
Headword (normalized):
μεγαλόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκαυλος
IDX:
54996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54997
Key:

Data

{'content': 'with large stalk'}