Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόηχος
μεγαλόθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλόκερως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
View word page
μεγάλοιτος
very wretched

ShortDef

very wretched

Debugging

Headword:
μεγάλοιτος
Headword (normalized):
μεγάλοιτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοιτος
IDX:
54993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54994
Key:

Data

{'content': 'very wretched'}