Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόηχος
μεγαλόθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλόκερως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
View word page
μεγαλόθριξ
with strong

ShortDef

with strong

Debugging

Headword:
μεγαλόθριξ
Headword (normalized):
μεγαλόθριξ
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοθριξ
IDX:
54990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54991
Key:

Data

{'content': 'with strong'}