Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόηχος
μεγαλόθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλόκερως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
View word page
μεγαλόηχος
loud-sounding
ShortDef
loud-sounding
Debugging
Headword:
μεγαλόηχος
Headword (normalized):
μεγαλόηχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοηχος
IDX:
54989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54990
Key:
Data
{'content': 'loud-sounding'}