Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόηχος
μεγαλόθριξ
View word page
μεγαλόδωρος
making great presents, munificent

ShortDef

making great presents, munificent

Debugging

Headword:
μεγαλόδωρος
Headword (normalized):
μεγαλόδωρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδωρος
IDX:
54980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54981
Key:

Data

{'content': 'making great presents, munificent'}