Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
ἀναγκαστικός
ἀναγκαστός
ἀνάγκη
View word page
ἀναγκάζω
to force, compel

ShortDef

to force, compel

Debugging

Headword:
ἀναγκάζω
Headword (normalized):
ἀναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
αναγκαζω
IDX:
5497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5498
Key:

Data

{'content': 'to force, compel'}