Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
View word page
μεγαλοδωρέομαι
make large presents

ShortDef

make large presents

Debugging

Headword:
μεγαλοδωρέομαι
Headword (normalized):
μεγαλοδωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδωρεομαι
IDX:
54978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54979
Key:

Data

{'content': 'make large presents'}