Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
View word page
μεγαλόδουλος
great slave
ShortDef
great slave
Debugging
Headword:
μεγαλόδουλος
Headword (normalized):
μεγαλόδουλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδουλος
IDX:
54974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54975
Key:
Data
{'content': 'great slave'}