Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
View word page
μεγαλόδενδρος
full of large trees

ShortDef

full of large trees

Debugging

Headword:
μεγαλόδενδρος
Headword (normalized):
μεγαλόδενδρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδενδρος
IDX:
54970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54971
Key:

Data

{'content': 'full of large trees'}