Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
View word page
μεγαλογάστωρ
big-bellied

ShortDef

big-bellied

Debugging

Headword:
μεγαλογάστωρ
Headword (normalized):
μεγαλογάστωρ
Headword (normalized/stripped):
μεγαλογαστωρ
IDX:
54962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54963
Key:

Data

{'content': 'big-bellied'}