Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
View word page
μεγαλόβωλος
with large clods

ShortDef

with large clods

Debugging

Headword:
μεγαλόβωλος
Headword (normalized):
μεγαλόβωλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβωλος
IDX:
54961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54962
Key:

Data

{'content': 'with large clods'}