Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
View word page
μεγαλόβρυχος
loud-bellowing

ShortDef

loud-bellowing

Debugging

Headword:
μεγαλόβρυχος
Headword (normalized):
μεγαλόβρυχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβρυχος
IDX:
54960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54961
Key:

Data

{'content': 'loud-bellowing'}