Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
View word page
μεγαλόβρομος
loud-roaring

ShortDef

loud-roaring

Debugging

Headword:
μεγαλόβρομος
Headword (normalized):
μεγαλόβρομος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβρομος
IDX:
54959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54960
Key:

Data

{'content': 'loud-roaring'}