Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
View word page
μεγαλοβρεμέτης
loud-thundering

ShortDef

loud-thundering

Debugging

Headword:
μεγαλοβρεμέτης
Headword (normalized):
μεγαλοβρεμέτης
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβρεμετης
IDX:
54958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54959
Key:

Data

{'content': 'loud-thundering'}