Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
View word page
μεγαλοβόας
loudshouting

ShortDef

loudshouting

Debugging

Headword:
μεγαλοβόας
Headword (normalized):
μεγαλοβόας
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβοας
IDX:
54956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54957
Key:

Data

{'content': 'loudshouting'}