Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
View word page
μεγαλοβλαβής
greatly injuring

ShortDef

greatly injuring

Debugging

Headword:
μεγαλοβλαβής
Headword (normalized):
μεγαλοβλαβής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβλαβης
IDX:
54955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54956
Key:

Data

{'content': 'greatly injuring'}