Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
View word page
μεγαληνορία
great manliness, proud self-confidence, haughtiness

ShortDef

great manliness, proud self-confidence, haughtiness

Debugging

Headword:
μεγαληνορία
Headword (normalized):
μεγαληνορία
Headword (normalized/stripped):
μεγαληνορια
IDX:
54949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54950
Key:

Data

{'content': 'great manliness, proud self-confidence, haughtiness'}