Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάγγελτος
ἀναγείρω
ἀναγελάω
ἀναγεννάω
ἀναγέννησις
ἀναγεννητικός
ἀναγέομαι
ἀναγεπόπτης
ἀναγεύω
ἀναγηρύομαι
ἀναγής
ἀναγιγνώσκω
ἀναγινώσκω
ἀναγκάζω
ἀναγκαῖον
ἀναγκαιοπότης
ἀναγκαῖος
ἀναγκαιότης
ἀνάγκασμα
ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήρ
View word page
ἀναγής
wretch
ShortDef
wretch
Debugging
Headword:
ἀναγής
Headword (normalized):
ἀναγής
Headword (normalized/stripped):
αναγης
IDX:
5494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5495
Key:
Data
{'content': 'wretch'}