Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
View word page
μεγαληγορέω
to talk big, boast

ShortDef

to talk big, boast

Debugging

Headword:
μεγαληγορέω
Headword (normalized):
μεγαληγορέω
Headword (normalized/stripped):
μεγαληγορεω
IDX:
54946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54947
Key:

Data

{'content': 'to talk big, boast'}