Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
View word page
μεγαλέμπορος
wholesale merchant

ShortDef

wholesale merchant

Debugging

Headword:
μεγαλέμπορος
Headword (normalized):
μεγαλέμπορος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλεμπορος
IDX:
54943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54944
Key:

Data

{'content': 'wholesale merchant'}