Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεγαλάρτια
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
μεγάλαυχος
μεγαλεῖος
μεγαλειότης
μεγαλειωτός
μεγαλέμπορος
μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
View word page
μεγαλειωτός
amplified

ShortDef

amplified

Debugging

Headword:
μεγαλειωτός
Headword (normalized):
μεγαλειωτός
Headword (normalized/stripped):
μεγαλειωτος
IDX:
54942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54943
Key:

Data

{'content': 'amplified'}